χαμπέρι

χαμπέρι
το см. χαμπάρι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαμπέρι" в других словарях:

  • χαμπέρι — το, Ν βλ. χαμπάρι …   Dictionary of Greek

  • χαμπέρι — το βλ. χαμπάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • χαμπάρι — χαμπάρι, το και χαμπέρι, το (λ. τουρκ.) 1. αγγελία, είδηση: Τι χαμπάρια μας φέρνεις; 2. φρ., «Δεν έχω χαμπάρι», το αγνοώ ολωσδιόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»