χαμπέρι
Смотреть что такое "χαμπέρι" в других словарях:
χαμπέρι — το, Ν βλ. χαμπάρι … Dictionary of Greek
χαμπέρι — το βλ. χαμπάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… … Dictionary of Greek
χαμπάρι — χαμπάρι, το και χαμπέρι, το (λ. τουρκ.) 1. αγγελία, είδηση: Τι χαμπάρια μας φέρνεις; 2. φρ., «Δεν έχω χαμπάρι», το αγνοώ ολωσδιόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)